Agobiado είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /aɣoˈβjaðo/
Η λέξη agobiado χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που αισθάνεται υπερφορτωμένος, κουρασμένος ή καταπονημένος ψυχολογικά και σωματικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την ένταση ή το άγχος που προκύπτει λόγω καταστάσεων ή υποχρεώσεων. Η χρήση της είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Me siento agobiado por el trabajo.
(Αισθάνομαι βαρύς λόγω της δουλειάς.)
Estaba tan agobiado que no podía concentrarse.
(Ήταν τόσο καταπονημένος που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.)
Después de un día largo, me quedé agobiado y cansado.
(Μετά από μια μακρά ημέρα, έμεινα αγχωμένος και κουρασμένος.)
Η λέξη agobiado χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να τονίσει το αίσθημα της πίεσης ή της υπερφόρτωσης. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Estar agobiado hasta las trancas.
(Να είσαι καταπονημένος μέχρι το κόκκαλο.)
Sentirse agobiado por las responsabilidades.
(Να αισθάνεσαι βαρύτερος από τις ευθύνες.)
No puedo más, estoy agobiado.
(Δε μπορώ άλλο, είμαι αγχωμένος.)
El examen me tiene agobiado.
(Η εξέταση με έχει κάνει καταπονημένο.)
Vivir agobiado por las preocupaciones.
(Να ζεις αγχωμένος από τις ανησυχίες.)
Después de tantos problemas estoy completamente agobiado.
(Μετά από τόσα προβλήματα, είμαι εντελώς καταπονημένος.)
Η λέξη agobiado προέρχεται από το ρήμα agobiar, το οποίο σημαίνει "να επιβαρύνω" ή "να βαρύνω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την ιδέα της πίεσης και του βάρους.
Συνώνυμα:
- abrumado
- estresado
- angustiado
Αντώνυμα:
- relajado (χαλαρός)
- tranquilo (ήρεμος)
- optimista (αισιόδοξος)