agolpar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

agolpar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "agolpar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [aɡolˈpaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η ελληνική μετάφραση του "agolpar" μπορεί να είναι "συγκεντρώνω" ή "μαζεύω".

Σημασία της λέξης

Η λέξη "agolpar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της συγκέντρωσης ή της συλλογής ανθρώπων ή αντικειμένων σε μια συγκεκριμένη, καθορισμένη τοποθεσία. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μια μέτρια συχνότητα χρήσης.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los niños se agolpan en la puerta del colegio.
    (Τα παιδιά συγκεντρώνονται στην πόρτα του σχολείου.)

  2. Los vendedores agolpan su mercancía en un solo lugar.
    (Οι πωλητές συγκεντρώνουν τα εμπορεύματά τους σε ένα μόνο μέρος.)

  3. Durante el evento, la gente se agolpó para ver a los artistas.
    (Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο κόσμος συγκεντρώθηκε για να δει τους καλλιτέχνες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "agolpar" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που εμπεριέχουν την έννοια της συγκέντρωσης.

  1. Agolpar las ideas.
    (Συγκέντρωση ιδεών.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να μαζέψει όλες τις ιδέες σε ένα μέρος για ανάλυση.

  2. Agolpar a los manifestantes.
    (Συγκέντρωση διαδηλωτών.)
    Αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε μία διαδήλωση όπου οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο.

  3. Agolpar recursos.
    (Συγκέντρωση πόρων.)
    Αναφέρεται στην πράξη της συγκέντρωσης χρημάτων ή πόρων για έναν συγκεκριμένο σκοπό.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "agolpar" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέτου "a-" και "golpar", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "gole", που σημαίνει «συγκέντρωση». Αυτή η σύνθεση υποδεικνύει την έννοια της συγκέντρωσης ή της συσσώρευσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Agrupar (ομαδοποιώ) - Reunir (συναντώ)

Αντώνυμα: - Dispersar (διασκορπίζω) - Separar (χωρίζω)



23-07-2024