Ρήμα
/agonizaɾ/
Η λέξη agonizar χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει την κατάσταση κάποιου που βρίσκεται σε δύσκολη ή οδυνηρή κατάσταση, συχνά κατά τη διάρκεια του θανάτου, ή σε μια κατάσταση έντονης αγωνίας και πάλης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε λογοτεχνικά και επαγγελματικά κείμενα.
Ο ασθενής άρχισε να αγωνίζεται πριν φτάσει ο γιατρός.
Muchos animales agonizan en el zoológico debido a la falta de cuidados.
Πολλά ζώα βασανίζονται στο ζωολογικό κήπο λόγω έλλειψης φροντίδας.
La situación del país agoniza por la crisis económica.
Η λέξη agonizar δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, χρησιμοποιείται σε μεταφορικές εκφράσεις που μπορεί να δηλώνουν κάποια κατάσταση έντασης ή δυσκολίας.
Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι, βασανίζομαι εσωτερικά.
La relación entre ellos agoniza desde hace meses.
Η σχέση μεταξύ τους βασανίζεται εδώ και μήνες.
El proyecto agoniza por la falta de recursos.
Agonizar προέρχεται από τη βυζαντινή ελληνική λέξη "ἀγωνία" (agonia), που αναφέρεται σε κατάσταση σωματικής ή ψυχικής αγωνίας. Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη υιοθετήθηκε από διάφορες γλώσσες που περιέχουν ρίζες ελληνικών λέξεων.
Συνώνυμα: - Sufrir (υποφέρω) - Pelechar (πάλη) - Luchar (αγωνίζομαι)
Αντώνυμα: - Aliviar (ανακουφίζω) - Disfrutar (απολαμβάνω) - Relajar (χαλαρώνω)
Η λέξη agonizar εκφράζει μια βαθιά και πολύπλοκη ψυχολογική κατάσταση που συχνά σχετίζεται με ανθρώπινες εμπειρίες που περιλαμβάνουν πόνο και αγώνα, και χρησιμοποιείται σε πολλές κοινωνικές και λογοτεχνικές συγκινήσεις.