Αδερφές του λόγου: Επίθετο
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /aɣoˈtaðoɾ/
Η λέξη "agotador" περιγράφει κάτι που προκαλεί εξάντληση ή κουρασία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, δραστηριότητες ή ανθρώπους που απαιτούν υπερβολική σωματική ή πνευματική προσπάθεια, με αποτέλεσμα την κούραση. Στη γλώσσα των Ισπανικά, η λέξη συναντάται συχνά και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, κερδίζοντας περισσότερους πόντους στον καθημερινό προφορικό λόγο.
La marathon fue agotadora.
(Ο μαραθώνιος ήταν εξαντλητικός.)
Ese trabajo me resulta muy agotador.
(Αυτή η δουλειά μου φαίνεται πολύ κουραστική.)
Esa película era tan larga que se volvió agotadora.
(Αυτή η ταινία ήταν τόσο μεγάλη που έγινε κουραστική.)
Η λέξη "agotador" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
Tener un día agotador.
(Να έχεις μια κουραστική μέρα.)
Estar agotado física y mentalmente.
(Να είσαι εξαντλημένος σωματικά και πνευματικά.)
Un proyecto agotador y sin fin.
(Ένα εξαντλητικό και ατέλειωτο project.)
La rutina diaria puede ser agotadora.
(Η καθημερινή ρουτίνα μπορεί να είναι κουραστική.)
Este tipo de trabajo es agotador para todos.
(Αυτού του είδους η δουλειά είναι κουραστική για όλους.)
Hacer ejercicio diariamente es agotador, pero beneficioso.
(Η καθημερινή άσκηση είναι κουραστική, αλλά ωφέλιμη.)
Η λέξη "agotador" προέρχεται από το ρήμα "agotar", που σημαίνει "να εξαντλεί". Το "agotador" έχει σχηματιστεί προσθέτοντας την κατάληξη "-dor" για να δηλώσει έναν παράγοντα ή κάτι που προκαλεί ή παράγει κάτι άλλο, στην προκειμένη περίπτωση, την εξάντληση.
Συνώνυμα: - exhaustivo (εξαντλητικός) - cansador (κουραστικός)
Αντώνυμα: - refrescante (ανανεωτικός) - energizante (ενεργοποιητικός)