Η λέξη "agraciado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι ως ευχάριστο, ευτυχισμένο ή με χάρη. Συχνά αναφέρεται σε άτομα που διαθέτουν ιδιαίτερη γοητεία ή καλές ιδιότητες. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά συχνά εμφανίζεται περισσότερο σε λογοτεχνικά έργα.
Αυτός είναι ένας ευτυχισμένος άντρας που πάντα χαμογελά.
La agraciada presentación del bailarín cautivó a todos.
Η χαρισματική παρουσίαση του χορευτή μαγνήτισε όλους.
Se siente agraciado por el amor que recibe.
Η λέξη "agraciado" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει καλή τύχη ή ευλογίες στη ζωή του.)
Sentirse agraciado por la suerte.
(Αυτή η φράση αναφέρεται στο αίσθημα ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος λόγω των ευτυχών περιστάσεων.)
Hacer a alguien agraciado.
Η λέξη "agraciado" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "agraciar", το οποίο σημαίνει "να δώσεις χάρη" ή "να ευχαριστήσεις". Η ρίζα του "grace" στα λατινικά, “gratia”, συνδέεται επίσης με την έννοια της ευχάριστης ή όμορφης κατάστασης.