agradable: επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /aɣɾaˈðable/
Η λέξη agradable στην ισπανική γλώσσα σημαίνει κάτι που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα ή είναι ευχάριστο να βιώνεται. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους, καταστάσεις, ή πράγματα που είναι ευχάριστα ή ευχάριστοι. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά έχει μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.
Ο καιρός είναι πολύ ευχάριστος σήμερα.
Es agradable pasar tiempo con amigos.
Είναι ευχάριστο να περνάς χρόνο με φίλους.
La música que tocan es bastante agradable.
Η λέξη agradable δεν συνδέεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την λέξη:
Αυτή πάντα προσφέρει μια ευχάριστη μεταχείριση στους πελάτες της.
Es un placer agradable
Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου ήταν μια ευχάριστη απόλαυση.
Un momento agradable
Η λέξη agradable προέρχεται από το ρήμα agradar, που σημαίνει "να αρέσει" ή "να είναι ευχάριστο". Η κατάληξη -able δηλώνει μια ικανότητα ή δυνατότητα, γεγονός που σημαίνει ότι κάτι μπορεί να προκαλέσει ευχάριστα συναισθήματα.
Συνώνυμα: - placentero (ευχάριστο) - grato (ευχάριστο) - simpático (φιλικός)
Αντώνυμα: - desagradable (δυσαρεστός) - molesto (ενοχλητικός) - incómodo (άβολος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα της λέξης agradable όπως χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.