Το "agradar" είναι ρήμα.
/aɡɾaˈðaɾ/
Το "agradar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει την έννοια του να αρέσει ή να ευχαριστεί κάποιον. Είναι ένα ρήμα που μπορεί να αναφέρεται σε προσωπικά συναισθήματα ή σε κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου (προφορικό και γραπτό), αλλά είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο.
Me agrada mucho este libro.
(Μου αρέσει πολύ αυτό το βιβλίο.)
A ella le agrada la música clásica.
(Σε αυτήν αρέσει η κλασική μουσική.)
Siempre me agrada conocerte.
(Πάντα μου αρέσει να σε γνωρίζω.)
Το "agradar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
No me agrada nada la violencia.
(Δεν μου αρέσει καθόλου η βία.)
A ellos les agrada salir a cenar.
(Σε αυτούς αρέσει να βγαίνουν για δείπνο.)
Te agrada su compañía, ¿verdad?
(Σου αρέσει η παρέα του, έτσι δεν είναι;)
A veces, lo que más me agrada es descansar.
(Μερικές φορές, αυτό που με ευχαριστεί περισσότερο είναι να ξεκουράζομαι.)
Es un lugar que agrada a muchos turistas.
(Είναι ένα μέρος που αρέσει σε πολλούς τουρίστες.)
Siempre me agrada ver una buena película.
(Πάντα μου αρέσει να βλέπω μια καλή ταινία.)
Le agrada cocinar para su familia.
(Αυτός/Αυτή ευχαριστιέται να μαγειρεύει για την οικογένειά του/της.)
Me agrada saber que estás bien.
(Με ευχαριστεί να ξέρω ότι είσαι καλά.)
Η λέξη "agradar" προέρχεται από το λατινικό "adgratare", που σημαίνει "να ευχαριστήσω" ή "να ευχαριστώ". Η ρίζα της είναι συνδεδεμένη με την έννοια της ευχαρίστησης και της αρέσκειας.
Συνώνυμα: - satisfacer (ικανοποιώ) - gustar (αρέσω)
Αντώνυμα: - desagradar (δεν αρέσω) - disgustar (απατώ)