Η λέξη agrado είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης agrado με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /aˈɣɾaðo/.
Η λέξη agrado αναφέρεται στη θετική αίσθηση ή ευχαρίστηση που αισθάνεται κάποιος όταν του αρέσει κάτι. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει τη συμπάθεια ή την αρέσκεια, είτε σε προσωπικά συναισθήματα είτε σε καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης σε γραπτό πλαίσιο.
Me dio mucho agrado recibir tu carta.
(Μου προκάλεσε μεγάλη ευχαρίστηση να λάβω την επιστολή σου.)
Su ayuda me causó un gran agrado.
(Η βοήθειά του μου προκάλεσε μεγάλη ικανοποίηση.)
Η λέξη agrado χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Dar agrado
(Δίνω ευχαρίστηση)
Dar agrado a los demás es una virtud.
(Το να προκαλώ ευχαρίστηση στους άλλους είναι μια αρετή.)
Agradar a alguien
(Αρέσω σε κάποιον)
Ese regalo le agradó mucho a su madre.
(Αυτό το δώρο άρεσε πολύ στη μητέρα του.)
Estar de agrado
(Είμαι ευχάριστος)
Siempre intento estar de agrado en las reuniones.
(Προσπαθώ πάντα να είμαι ευχάριστος στις συναντήσεις.)
Hacer algo con agrado
(Κάνω κάτι με ευχαρίστηση)
Hago mis tareas con agrado porque disfruto aprendiendo.
(Κάνω τις δουλειές μου με ευχαρίστηση γιατί απολαμβάνω τη μάθηση.)
Η λέξη agrado προέρχεται από την ισπανική ρίζα agradar, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό gratus, που σημαίνει «ευχάριστος» ή «θαυμάσιος».
Συνώνυμα: - placer (ευχαρίστηση) - satisfacción (ικανοποίηση)
Αντώνυμα: - desagrado (δύσκολη κατάσταση) - descontento (δυσαρέσκεια)