Επίθετο (adjetivo).
/ aɡˈɾaɾjo /
Η λέξη "agrario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει θέματα που σχετίζονται με τη γεωργία ή τη γεωργική παραγωγή. Συχνά εμφανίζεται σε κείμενα που σχετίζονται με την οικονομία, την αγροτική πολιτική και τη γεωγραφία. Η χρήση του είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.
Ο αγροτικός τομέας είναι θεμελιώδης για την οικονομία πολλών χωρών.
Las políticas agrarias deben apoyar a los agricultores.
Η λέξη "agrario" εμφανίζεται συνήθως σε ιδιωματικές φράσεις σχετικές με την αγροτική οικονομία και τις πολιτικές.
La reforma agraria busca redistribuir la tierra a los campesinos.
Sueldo agrario:
El sueldo agrario de los trabajadores es muy bajo en muchas regiones.
Economía agraria:
Η λέξη "agrario" προέρχεται από το λατινικό "agricularis", το οποίο σχετίζεται με την "agricultura", που σημαίνει γεωργία.
Συνώνυμα: - γεωργικός - αγροτικός
Αντώνυμα: - αστικός (urbano) - μη γεωργικός (no agrario)