Το "agravado" είναι επίθετο.
/aɣɾaˈβaðo/
Η λέξη "agravado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή έναν παράγοντα που έχει επιδεινωθεί ή έχει γίνει πιο σοβαρός. Στον νομικό τομέα, το "agravado" αναφέρεται συχνά σε αδικήματα που έχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, καθιστώντας τα πιο σοβαρά.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα και καταγγελίες, αν και μπορεί να εμφανιστεί επίσης σε προφορικό λόγο.
Το αδίκημα επιβαρύνθηκε λόγω της χρήσης όπλων στο έγκλημα.
La situación económica se ha agravado en el último año.
Η λέξη "agravado" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η υγεία του έχει επιδεινωθεί λόγω της έλλειψης θεραπείας.
"La crisis ha agravado el problema del desempleo."
Η κρίση έχει επιδεινώσει το πρόβλημα της ανεργίας.
"Las condiciones climáticas agravadas han causado devastación."
Οι επιβαρυμένες καιρικές συνθήκες έχουν προκαλέσει καταστροφή.
"Su comportamiento agravado por el estrés lo llevó a la violencia."
Η συμπεριφορά του, επιβαρυμένη από το άγχος, τον οδήγησε στη βία.
"El informe indica que las condiciones de trabajo son aún más agravadas."
Η λέξη "agravado" προέρχεται από το λατινικό "aggravare", που σημαίνει "να βαρύνει" ή "να επιβαρύνει". Στη διαδικασία της επιβάρυνσης ή της επιδείνωσης, αποτυπώνει την έννοια του να καθιστά κάτι πιο σοβαρό ή σοβαρότερα επικίνδυνο.
Συνώνυμα: - agravante - serio - alarmante
Αντώνυμα: - leve - atenuado - mejorado