agravante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

agravante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "agravante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/aɡɾaˈβante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "agravante" αναφέρεται σε παράγοντες που επιβαρύνουν μια κατάσταση ή μια πράξη, συνήθως στο νομικό πλαίσιο, όπου μπορεί να αναφέρεται σε στοιχεία που κάνουν μια εγκληματική πράξη πιο σοβαρή ή τιμωρητική.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El uso de armas en el crimen es un factor agravante."
    "Η χρήση όπλων στο έγκλημα είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας."

  2. "Las circunstancias familiares pueden ser consideradas como un agravante en el juicio."
    "Οι οικογενειακές συνθήκες μπορεί να θεωρηθούν ως επιβαρυντικός παράγοντας στη δίκη."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "agravante"

  1. "Cada agravante en el caso aumenta la pena."
    "Κάθε επιβαρυντικός παράγοντας στην υπόθεση αυξάνει την ποινή."

  2. "El juez tomó en cuenta todos los agravantes presentes."
    "Ο δικαστής έλαβε υπόψη όλους τους επιβαρυντικούς παράγοντες που ήταν παρόντες."

  3. "En derecho, los agravantes son cruciales para determinar la culpabilidad."
    "Στο δίκαιο, οι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι κρίσιμοι για τον καθορισμό της ενοχής."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "agravante" προέρχεται από το λατινικό "aggravans", το οποίο είναι το παρουσιαστικό μετοχικό τύπο του ρήματος "aggravare", που σημαίνει "να κάνει βαρύτερο ή πιο σοβαρό".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η πληροφορία σας παρέχει μια πλήρη εικόνα της λέξης "agravante" σε διάφορους τομείς.



23-07-2024