Το "agravar" είναι ρήμα.
/aɡɾaˈβaɾ/
Η λέξη "agravar" σημαίνει να καταστήσει κάτι χειρότερο ή να επιδεινώσει μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στο νομικό και γενικό πλαίσιο για να περιγράψει την ενίσχυση ή την επιδείνωση κάποιων συνθηκών ή θεμάτων. Αν και είναι μια κοινή λέξη στην ισπανική, η χρήση της μπορεί να είναι περισσότερο γραπτή, ειδικά σε νομικές και επίσημες καταστάσεις, παρά προφορική.
Η ιατρική κατάσταση του ασθενούς μπορεί να επιδεινωθεί αν δεν λάβει θεραπεία.
El accidente agravó los problemas económicos del negocio.
Η λέξη "agravar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, και σχετίζεται κυρίως με την επιδείνωση καταστάσεων.
Επιδεινώνω την πληγή.
Agravar la situación.
Επιδεινώνω την κατάσταση.
No quiero agravar el problema, pero necesitamos hablar.
Δεν θέλω να επιδεινώσω το πρόβλημα, αλλά πρέπει να μιλήσουμε.
Las acciones irresponsables pueden agravar el conflicto.
Οι ανεύθυνες ενέργειες μπορούν να επιδεινώσουν τη διαμάχη.
Si no se actúa pronto, se puede agravar la crisis.
Η λέξη "agravar" προέρχεται από το λατινικό "aggravare", το οποίο σημαίνει "να επιβαρύνει" ή "να κάνει βαρύτερο".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μία ολοκληρωμένη εικόνα για την ισπανική λέξη "agravar".