Ρήμα
/ aɡɾaˈβiɾ /
Η λέξη "agraviar" σημαίνει να προκαλέσει κάποιος προσβολή, αδικία ή πόνο σε κάποιον άλλον, είτε ψυχικά είτε σωματικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό πλαίσιο όταν αναφέρεται σε αδίκημα ή σε προσβολή των δικαιωμάτων κάποιου. Στην καθημερινή γλώσσα, η λέξη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος αισθάνεται ότι έχει προσβληθεί ή αδικηθεί. Συνήθως απαντάται περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά ή λογοτεχνικά κείμενα.
Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι ο πελάτης του αδικήθηκε από την απόφαση του δικαστηρίου.
No deberías agraviar a tus amigos con comentarios hirientes.
Η λέξη "agraviar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστάσεις προσβολής ή αδικίας.
Muchas veces, se agravia a alguien sin razón aparente en una discusión.
No hay derecho a agraviar: Δεν υπάρχει δικαίωμα να αδικείς.
En este país, no hay derecho a agraviar a los ciudadanos.
Agraviar con palabras: Να προσβάλεις με λόγια.
Η λέξη "agraviar" προέρχεται από το λατινικό "aggraviare", που σημαίνει "να βαρύνω" ή "να επιβαρύνω". Η σύνθεση της λέξης συνδυάζει το πρόθεμα "ad-" (προς) και το "gravis" (βαρύς), υποδηλώνοντας μια αδικία ή βάρος που προκαλείται σε κάποιον.
Συνώνυμα: - Lesionar - Ofender - Daño
Αντώνυμα: - Proteger - Defender - Auxiliar