Η λέξη "agredido" είναι ένα επίθετο που προέρχεται από το ρήμα "agredir".
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aɡɾeˈðiðo/
Η λέξη "agredido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει υποστεί επίθεση ή βία. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό πλαίσιο για να αναφέρεται στα θύματα επιθέσεων ή εγκλημάτων. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικούς διαλόγους.
El agredido presentó su denuncia ante la policía.
(Το θύμα επιθέσεως υπέβαλε την καταγγελία του στην αστυνομία.)
El médico atendió al agredido en el hospital.
(Ο γιατρός φρόντισε το θύμα επιθέσεως στο νοσοκομείο.)
El agredido tuvo que someterse a cirugía.
(Το θύμα επιθέσεως έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση.)
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "agredido", ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με εγκληματικότητα και βία:
El agredido se siente vulnerable tras el ataque.
(Το θύμα επιθέσεως αισθάνεται εύθραυστο μετά την επίθεση.)
La comunidad apoyó al agredido durante el juicio.
(Η κοινότητα υποστήριξε το θύμα επιθέσεως κατά τη διάρκεια της δίκης.)
Es importante que el agredido reciba ayuda psicológica.
(Είναι σημαντικό το θύμα επιθέσεως να λάβει ψυχολογική υποστήριξη.)
Los derechos del agredido deben ser protegidos.
(Τα δικαιώματα του θύματος επιθέσεως πρέπει να προστατεύονται.)
Η λέξη "agredido" προέρχεται από το ρήμα "agredir", το οποίο σημαίνει "επιτίθεμαι". Είναι το participe pasivo του ρήματος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση που έχει υποστεί το υποκείμενο.
Συνώνυμα: - víctima (θύμα) - herido (τραυματίας)
Αντώνυμα: - agresor (επιτιθέμενος) - atacante (επιτίθεται)