Αγγέλλει: ρήμα
[aɡɾiˈðeɾ]
Η λέξη "agredir" σημαίνει την πράξη της επίθεσης ή της βίας προς κάποιον άλλο. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται τόσο σε φυσική όσο και σε λεκτική επίθεση. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, ειδοποιώντας πως η επίθεση μπορεί να είναι άμεση ή υπαινικτική.
Η ομάδα αποφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό τη νύχτα.
No está bien agredir a otros solo porque tienes otra opinión.
Δεν είναι σωστό να επιτίθεσαι στους άλλους απλώς επειδή έχεις άλλη γνώμη.
Las personas deben aprender a resolver conflictos sin agredir.
Η λέξη "agredir" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε επιθετικές δράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Επίθεση με λόγια.
(Σημαίνει να επιτεθείς σε κάποιον χρησιμοποιώντας προσβλητικά ή κακοήθη λόγια.)
Agredir a alguien por la espalda.
Επίθεση σε κάποιον από πίσω.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια χυδαία ή προδοτική πράξη επίθεσης.)
Agredir sin motivo.
Επίθεση χωρίς λόγο.
(Μιλά για επιθέσεις που γίνονται χωρίς προφανή αιτία ή πρόκληση.)
Agredir con intención de herir.
Επίθεση με πρόθεση να βλάψει.
(Υποδηλώνει ότι η επίθεση έχει ως στόχο τον σωματικό ή ψυχικό τραυματισμό του άλλου.)
No es necesario agredir para demostrarse fuerte.
Η λέξη "agredir" προέρχεται από το λατινικό "aggredi", που σημαίνει "να πλησιάσεις" ή "να επιτεθείς". Αυτή η έννοια της πλησιάσεως ή της επιθετικής πράξης διατηρείται και στη σύγχρονη χρήση της λέξης.
Συνώνυμα: - Atacar (επιτίθεμαι) - Asaltar (επιδρομή) - Hostigar (παρενοχλώ)
Αντώνυμα: - Defender (υπερασπιστώ) - Proteger (προστατεύω) - Apoyar (υποστηρίζω)