Ρήμα (verb).
/ aɡɾeˈɣaɾ /
Η λέξη "agregar" σημαίνει "προσθέτω" ή "ενσωματώνω". Χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφέρεται στην προσθήκη νέων στοιχείων σε κάτι ήδη υπάρχον. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα που αφορούν τη διαχείριση, τη μηχανολογία, και την οικονομία.
Es importante agregar nuevos datos al informe.
(Είναι σημαντικό να προσθέσουμε νέα δεδομένα στην αναφορά.)
¿Puedes agregar sal a la comida?
(Μπορείς να προσθέσεις αλάτι στο φαγητό;)
Vamos a agregar más información a esta sección.
(Θα προσθέσουμε περισσότερες πληροφορίες σε αυτή την ενότητα.)
Η λέξη "agregar" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Este proyecto busca agregar valor a la empresa.
(Αυτό το έργο στοχεύει να προσθέσει αξία στην επιχείρηση.)
Agregar más leña al fuego
(Προσθέτω περισσότερη ξυλεία στη φωτιά)
Su comentario solo agrega más leña al fuego de la discusión.
(Το σχόλιό του απλώς προσθέτει περισσότερη ξυλεία στη φωτιά της συζήτησης.)
Agregar los puntos
(Προσθέτω τους πόντους)
Η λέξη "agregar" προέρχεται από την λατινική λέξη "aggregare", που σημαίνει "να ενώσω" ή "να προσθέσω".
Συνώνυμα: - Añadir (προσθέτω) - Incorporar (ενσωματώνω) - Sumar (συγκεντρώνω)
Αντώνυμα: - Retirar (αφαιρώ) - Disminuir (μειώνω) - Eliminar (καταργώ)