Agrícultur είναι ουσιαστικό.
/aɡriˈkul.tor/
Η λέξη "agricultor" αναφέρεται σε άτομο που ασχολείται με τη γεωργία, δηλαδή την καλλιέργεια εδάφους και την παραγωγή φυτών και προϊόντων από αυτά. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και σε επαγγελματικά πλαίσια που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή, την οικονομία και τη διατροφή. Η χρήση της είναι συχνή και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, ιδιαίτερα σε γεωργικούς και οικονομικούς διαλόγους.
Ο γεωργός φροντίζει τις καλλιέργειές του κάθε μέρα.
El trabajo del agricultor es fundamental para la economía.
Η δουλειά του αγρότη είναι θεμελιώδης για την οικονομία.
Los agricultores son los encargados de producir alimentos.
Η λέξη "agricultor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αναφερόμενη στη δουλειά και τις προκλήσεις των γεωργών:
Ο γεωργός πρέπει πάντα να σπείρει για να θερίσει.
"Los agricultores enfrentan muchas dificultades por el clima."
Οι γεωργοί αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες λόγω του κλίματος.
"Cada agricultor sabe la importancia del agua en su trabajo."
Κάθε αγρότης γνωρίζει τη σημασία του νερού στη δουλειά του.
"Los agricultores deben adaptarse a las nuevas tecnologías."
Οι αγρότες πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες.
"Ser agricultor en estos tiempos no es tarea fácil."
Η λέξη "agricultor" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "agricultura", που σημαίνει "καλλιέργεια", συνδυάζοντας τις λέξεις "ager" (χωράφι) και "cultura" (καλλιέργεια).
Συνώνυμα: - Granjero (αγρότης, κτηνοτρόφος) - Campesino (χωρικός)
Αντώνυμα: - Urbano (αστικός) - Industrial (βιομηχανικός)