Η λέξη "agricultura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "agricultura" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [aɡɾikulˈtuɾa].
Η λέξη "agricultura" μεταφράζεται ως: - γεωργία
Η "agricultura" αναφέρεται στην επιστήμη και την πρακτική της καλλιέργειας γης και παραγωγής τροφίμων, φυτών, και άλλων προϊόντων μέσω της γεωργίας ή της καλλιεργητικής διαδικασίας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες κοινωνικές και οικονομικές συζητήσεις σχετικά με την αγροτική παραγωγή, την ανάπτυξη και την οικονομία των χωρών. Μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά επίσης συναντάται και σε προφορικές συζητήσεις, ειδικά σε περιβάλλοντα που αφορούν τη γεωργία και την οικονομία.
La agricultura es fundamental para la economía de muchos países.
Η γεωργία είναι θεμελιώδης για την οικονομία πολλών χωρών.
La agricultura orgánica está en aumento en todo el mundo.
Η βιολογική γεωργία αυξάνεται σε όλο τον κόσμο.
Los agricultores necesitan apoyo para mejorar su agricultura.
Οι αγρότες χρειάζονται στήριξη για να βελτιώσουν τη γεωργία τους.
La agricultura sostenible es clave para el futuro.
Η βιώσιμη γεωργία είναι κλειδί για το μέλλον.
El avance de la agricultura moderna ha transformado el campo.
Η πρόοδος της σύγχρονης γεωργίας έχει μεταμορφώσει την ύπαιθρο.
La investigación en agricultura es esencial para combatir el hambre.
Η έρευνα στη γεωργία είναι απαραίτητη για να καταπολεμήσουμε την πείνα.
La agricultura de precisión utiliza tecnologías avanzadas.
Η γεωργία ακριβείας χρησιμοποιεί προηγμένες τεχνολογίες.
El cambio climático afecta a la agricultura en todo el mundo.
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη γεωργία σε όλο τον κόσμο.
Η λέξη "agricultura" προέρχεται από τη λατινική λέξη "agricultura", η οποία είναι σύνθετη από τις λέξεις "ager" (γή) και "cultura" (καλλιέργεια).
Συνώνυμα:
- γεωργία
- αγροτική παραγωγή
Αντώνυμα:
- αστική ζωή
- βιομηχανία
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "agricultura" στην ισπανική γλώσσα και τη σημασία της σε διάφορους τομείς.