Agrio είναι επίθετο στα Ισπανικά.
/aˈɡɾjo/
Η λέξη agrio χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει γεύση ξινή ή πικρή, όπως τα φρούτα ή οι χυμοί. Στην Ισπανική γλώσσα, συχνά χρησιμοποιείται και σε μεταφορικό πλαίσιο για να περιγράψει κάτι που έχει μια αρνητική ή δυσάρεστη χροιά ή αίσθηση. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα.
La fruta está agria porque no está madura.
(Ο καρπός είναι ξινός γιατί δεν είναι ώριμος.)
El vino tenía un sabor agrio que no me gustó.
(Το κρασί είχε μια γεύση πικρή που δεν μου άρεσε.)
Η λέξη agrio μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Tener un carácter agrio.
(Να έχεις ξινό χαρακτήρα.)
= Να είσαι οξύθυμος ή δύστροπος.
Estar agrio por dentro.
(Να είσαι ξινός από μέσα.)
= Να είσαι απογοητευμένος ή πικραμένος.
Una sonrisa agria.
(Μια ξινή χαμόγελο.)
= Ένα χαμόγελο που δεν είναι ειλικρινές ή έχει άλλες προθέσεις.
El ambiente se volvió agrio.
(Η ατμόσφαιρα έγινε ξινή.)
= Η ατμόσφαιρα έγινε κακή ή ενορχηστρωμένη.
Las cosas se pusieron agrías entre ellos.
(Τα πράγματα έγιναν ξινά μεταξύ τους.)
= Οι σχέσεις τους έγιναν τεταμένες ή δύσκολες.
Η λέξη agrio προέρχεται από το Λατινικό acer, που σημαίνει "ξύδι" ή "οξύ".
Συνώνυμα: - ácidos (οξύ) - amargo (πικρός)
Αντώνυμα: - dulce (γλυκό) - suave (ήπιο)