Η λέξη "agrupar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία συγκέντρωσης ή ομαδοποίησης στοιχείων σε μια ομάδα ή κατηγορία. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η διοίκηση και η ανάλυση δεδομένων, και μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτές και προφορικές μορφές.
Η λέξη "agrupar" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στα δύο πλαίσια, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό. Συχνά χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Los maestros deben agrupar a los estudiantes según sus habilidades.
Οι δάσκαλοι πρέπει να ομαδοποιήσουν τους μαθητές σύμφωνα με τις ικανότητές τους.
Es importante agrupar los datos antes de hacer un análisis.
Είναι σημαντικό να συγκεντρώσουμε τα δεδομένα πριν από την ανάλυση.
Se decidió agrupar los proyectos en diferentes categorías.
Αποφασίστηκε να συνδυαστούν τα έργα σε διαφορετικές κατηγορίες.
Η λέξη "agrupar" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Agrupar esfuerzos.
Συγκεντρώνω προσπάθειες.
Es fundamental agrupar esfuerzos para lograr el objetivo.
Είναι θεμελιώδες να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες για να επιτύχουμε τον στόχο.
Agrupar ideas.
Ομαδοποιώ ιδέες.
Es útil agrupar ideas para tener una mejor visión del proyecto.
Είναι χρήσιμο να ομαδοποιούμε τις ιδέες για να έχουμε καλύτερη εικόνα του έργου.
Agrupar recursos.
Συναθροίζω πόρους.
Vamos a agrupar recursos para el nuevo proyecto.
Θα συσσωρεύσουμε πόρους για το νέο έργο.
Agrupar información.
Συγκεντρώνω πληροφορίες.
Es necesario agrupar información antes de tomar decisiones.
Είναι απαραίτητο να συγκεντρώσουμε πληροφορίες πριν από τη λήψη αποφάσεων.
Agrupar el talento.
Συγκεντρώνω ταλέντο.
La empresa quiere agrupar el talento de sus empleados.
Η εταιρεία θέλει να συγκεντρώσει τα ταλέντα των υπαλλήλων της.
Η λέξη "agrupar" προέρχεται από το λατινικό "aggregare", που σημαίνει "συγκεντρώνω" ή "ενώνω".