agua είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (η).
/[ˈaɣwa]/
Η λέξη agua αναφέρεται στο υγρό που είναι απαραίτητο για τη ζωή, γνωστό ως νερό. Χρησιμοποιείται ευρέως στη σπανιότητα καθημερινών συνομιλιών, αλλά και σε επιστημονικά, ιατρικά ή τεχνικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι πολύ υψηλή και εντοπίζεται κυρίως στην προφορική επικοινωνία.
Χρειάζομαι ένα ποτήρι νερό για να πιω.
El agua del río es muy fría.
Η λέξη agua χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
(Δηλώνει ότι τα παλιά προβλήματα δεν σημαίνουν τίποτα για το παρόν.)
Camarón que se duerme, se lo lleva la corriente.
(Δηλώνει ότι όποιος δεν είναι προσεκτικός μπορεί να χάσει ευκαιρίες.)
Agua que no has de beber, déjala correr.
(Δηλώνει να μην ανακατεύεσαι σε υποθέσεις που δεν σε αφορούν.)
Estar como pez en el agua.
Η λέξη agua προέρχεται από τα λατινικά aqua, τα οποία επίσης σημαίνουν νερό. Η χρήση του ανάγεται στη Μέση και Νέα Λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - líquido (υγρό)
Αντώνυμα: - gas (αέριο)
Μέσω αυτών των πληροφοριών, μπορείτε να κατανοήσετε πλήρως την κατανόηση και τη χρήση της λέξης agua στα ισπανικά.