Η λέξη "aguacate" είναι ουσιαστικό.
/aɡwaˈkate/
Η λέξη "aguacate" αναφέρεται στον καρπό του φυτού Persea americana, γνωστό και ως αβοκάντο. Είναι ένα τροπικό και ημιτροπικό φρούτο που είναι πλούσιο σε λιπαρά, ιδιαίτερα ωμέγα-3 και ωμέγα-6. Χρησιμοποιείται ευρέως σε σαλάτες, σάλτσες όπως το γκουακαμόλε και είναι γνωστό για τις διατροφικές του ωφέλειες. Η χρήση της λέξης "aguacate" είναι συχνή στην ισπανική γλώσσα, περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο.
Me gusta comer aguacate en mis tostadas.
(Μου αρέσει να τρώω αβοκάντο στις τοστ μου.)
El guacamole se hace con aguacate, cebolla y limón.
(Το γκουακαμόλε γίνεται με αβοκάντο, κρεμμύδι και λεμόνι.)
Η λέξη "aguacate" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και περιφράσεις.
Estar como un aguacate.
(Να είσαι σαν ένα αβοκάντο.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι λιγάκι έξω από το φυσιολογικό ή παράξενος.
Aguacate maduro.
(Ωρίμας αβοκάντο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι έτοιμος ή σε κατάσταση ολοκλήρωσης.
Hacer aguacate.
(Να κάνεις αβοκάντο.)
Συχνά αναφέρεται στη διαδικασία της δημιουργίας γκουακαμόλε ή άλλων παρασκευασμάτων με αβοκάντο.
A veces siento que estoy como un aguacate en esta situación.
(Μερικές φορές νιώθω ότι είμαι σαν ένα αβοκάντο σε αυτήν την κατάσταση.)
Necesitamos un aguacate maduro para la receta.
(Χρειαζόμαστε ένα ώριμο αβοκάντο για τη συνταγή.)
Siempre me dicen que haga aguacate para las fiestas.
(Πάντα μου λένε να κάνω γκουακαμόλε για τις γιορτές.)
Η λέξη "aguacate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aguacatl", η οποία έχει ρίζες στους Αζτέκους. Ο καρπός αυτός ήταν δημοφιλής στις προκολομβιανές κουλτούρες της Αμερικής.
Palta (σε κάποιες περιοχές της Λατινικής Αμερικής)
Αντώνυμα:
Η έννοια της λέξης "aguacate" ως συγκεκριμένος καρπός δεν έχει ακριβή αντώνυμα, αλλά μπορεί να αντιστοιχηθεί με άλλους καρπούς όπως η μπανάνα ή το μήλο όταν πρόκειται για διαφορετικούς τύπους φρούτων.