Η λέξη "aguadera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aɣwaˈðeɾa/
Η λέξη "aguadera" αναφέρεται σε ένα κανάλι ή ένα αγωγό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και την κατεύθυνση του νερού. Χρησιμοποιείται συχνά στις αγροτικές περιοχές για την ύδρευση καλλιεργειών ή για την αποστράγγιση αυλών. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη γεωργία και την υδραυλική.
La aguadera es fundamental para el riego de nuestros cultivos.
(Ο αγωγός νερού είναι θεμελιώδους σημασίας για την άρδευση των καλλιεργειών μας.)
Es necesario limpiar la aguadera para que no se obstruya.
(Είναι απαραίτητο να καθαρίσουμε τον αγωγό νερού ώστε να μην φραχτεί.)
Η λέξη "aguadera" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε πιο συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με το νερό και την αγροτική ζωή.
No hay aguadera que aguante tanta lluvia.
(Δεν υπάρχει αγωγός νερού που να αντέχει τόσο πολύ βροχή.)
La falta de una buena aguadera puede arruinar la cosecha.
(Η έλλειψη ενός καλού αγωγού νερού μπορεί να καταστρέψει τη συγκομιδή.)
La aguadera en mi tierra es un recurso vital.
(Ο αγωγός νερού στη γη μου είναι ένας ζωτικός πόρος.)
Η λέξη "aguadera" προέρχεται από την ισπανική λέξη "agua" (νερό) και από το επίθημα "-dera", που υποδηλώνει ένα μέρος ή μηχανισμό που σχετίζεται με ροή ή μεταφορά.
Συνώνυμα: - canal (κανάλι) - conducto (αγωγός)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς πρόκειται για μια τεχνική λέξη που αναφέρεται σε δομές νερού.