Το "aguamanil" είναι ουσιαστικό.
/awa.maˈnil/
Το "aguamanil" αναφέρεται σε ένα δοχείο ή πιατέλα που χρησιμοποιείται για να κρατάει νερό, συνήθως για να πλένει τα χέρια. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε πιο επίσημα ή παραδοσιακά περιβάλλοντα.
El aguamanil estaba en la mesa para que los invitados se lavaran las manos.
(Το δοχείο νερού ήταν στο τραπέζι ώστε οι καλεσμένοι να πλύνουν τα χέρια τους.)
Después de la comida, se ofrece un aguamanil a los comensales.
(Μετά το γεύμα, προσφέρεται ένα δοχείο νερού στους εστιάτορες.)
Το "aguamanil" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε παραδοσιακές ή πολιτιστικές πρακτικές.
"Lavar las manos en el aguamanil de la abuela."
(Να πλύνεις τα χέρια στο δοχείο νερού της γιαγιάς.)
"El aguamanil es símbolo de hospitalidad en muchas culturas."
(Το δοχείο νερού είναι σύμβολο φιλοξενίας σε πολλές κουλτούρες.)
Η λέξη "aguamanil" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "agua" σημαίνει νερό και "manil" είναι υποκοριστικό του "mano" (χέρι).
Συνώνυμα:
- recipiente de agua (δοχείο νερού)
- jofaina (δοχείο για πλύσιμο)
Αντώνυμα:
Δεν υπάρχουν αρκετά καθαρά αντώνυμα, καθώς η έννοια σχετίζεται συγκεκριμένα με το πλύσιμο χεριών και το νερό.