Η λέξη "aguardar" στα Ισπανικά σημαίνει "να περιμένω" ή "να αναμένω" κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς συνδέεται με καθημερινές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι αναφέρονται πιο συχνά στις κινήσεις τους και τις αναμονές τους.
Voy a aguardar a que llegue el tren.
(Θα περιμένω να φτάσει το τρένο.)
Ella tiene que aguardar su turno en la fila.
(Αυτή πρέπει να περιμένει τη σειρά της στη σειρά.)
Debes aguardar un poco antes de tomar una decisión.
(Πρέπει να περιμένεις λίγο πριν πάρεις μια απόφαση.)
Η λέξη "aguardar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη.
Aguardar a la buena suerte.
(Να περιμένεις την καλή τύχη.)
Aguardar el momento adecuado.
(Να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή.)
Aguarda pacientemente.
(Περίμενε υπομονετικά.)
Η λέξη "aguardar" προέρχεται από την παλαιά ισπανική λέξη "guardar," που σημαίνει "να φυλάσσω" ή "να προστατεύσω," με τη σημασία του να "φυλάσσω" κάποιον που έρχεται.