aguardiente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aguardiente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική απεικόνιση

/aguaɾˈθjente/

Σημασίες

Το "aguardiente" στα Ισπανικά αναφέρεται σε ένα δυνατό, απόσταγμα αλκοόλ που παράγεται από την ζύμωση της σταφίδας, συνήθως υψηλής ποιότητας.

Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο καθώς και σε γραπτά κείμενα, καθώς αναφέρεται σε ένα δημοφιλές και γνωστό ποτό στην ισπανόφωνη κοινότητα. Το "aguardiente" χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές καταστάσεις.

Χρήση ως ρήμα

Το "aguardiente" δεν χρησιμοποιείται ως ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Παραδείγματα

  1. Tomó un trago de aguardiente para calentarse en la fría noche. (Κατανάλωσε ένα ποτήρι αγουαρντιέντε για να ζεσταθεί στην κρύα νύχτα.)
  2. Prefiero el aguardiente tradicional a otros licores. (Προτιμώ το παραδοσιακό αγουαρντιέντε από άλλα αποστάγματα.)

Κοινές ιδιωματικές εκφράσεις

Το "aguardiente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Το ποτό αυτό είναι συχνά συνδεδεμένο με κοινωνικές συναντήσεις, παρέες και διασκέδαση.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων: 1. "Echarse un trago de aguardiente": Να πάρει κάποιος ένα ποτήρι αγουαρντιέντε, συνήθως για να γιορτάσει κάτι. 2. "Andar pasado de aguardiente": Να είναι κάποιος μεθυσμένος από το αγουαρντιέντε. 3. "Gastar más aguardiente que el que nos queda en la botella": Να υπερβαίνει κάποιος τα όρια στην κατανάλωση αλκοόλ.

Ετυμολογία

Η λέξη "aguardiente" προέρχεται από τα ισπανικά "agua" (νερό) και "ardiente" (καυτό), σημαίνοντας "καυτό νερό".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: 1. Pisco 2. Orujo 3. Grappa

Αντώνυμα: 1. Agua 2. Refresco 3. Jugo