Το "agudizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /aɡuðiˈθaɾ/
Το "agudizar" σημαίνει να γίνεις πιο έντονος ή οξύς, είτε κυριολεκτικά (όπως στην περίπτωση ενός εργαλείου ή μιας άκρης) είτε μεταφορικά (όπως σε μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα). Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενίσχυση μιας κατάστασης, ενός αισθήματος ή ενός προβλήματος. Η συχνότητα χρήσης του "agudizar" είναι υψηλή, και συνήθως εμφανίζεται και σε προφορικές και σε γραπτές μορφές.
(Η κατάσταση στο εργοστάσιο άρχισε να επιδεινώνεται.)
Es importante agudizar la mente para resolver problemas.
(Είναι σημαντικό να οξύνουμε το μυαλό για να λύσουμε προβλήματα.)
El debate sobre el cambio climático se ha agudizado últimamente.
Η λέξη "agudizar" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που δείχνουν ένταση ή ενίσχυση καταστάσεων:
(Η ενίσχυση των εντάσεων μεταξύ δύο χωρών μπορεί να είναι επικίνδυνη.)
Es vital agudizar la percepción de los problemas sociales.
(Είναι ζωτικής σημασίας να οξύνουμε την αντίληψη των κοινωνικών προβλημάτων.)
Agudizar la crítica hacia el gobierno es parte de la democracia.
(Η ενίσχυση της κριτικής προς την κυβέρνηση είναι μέρος της δημοκρατίας.)
A veces, es necesario agudizar el discurso para atraer la atención.
(Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να οξύνουμε τον λόγο για να προσελκύσουμε την προσοχή.)
No debemos agudizar las diferencias solamente por orgullo.
Η λέξη "agudizar" προέρχεται από το "agudo", που σημαίνει "οξύς" στα ισπανικά, με το επίθημα "-izar" που υποδηλώνει την έννοια της διαδικασίας ή της μετατροπής σε κάποιο κατάσταση.
Συνώνυμα: - intensificar (εντείνω) - exacerbar (επιδεινώσει)
Αντώνυμα: - mitigar (ανακουφίζω) - suavizar (μαλακώνω)