Ρήμα
/ aɡiˈxaɾ /
Aguijar σημαίνει να τσιμπά κάποιος ή κάτι, συνήθως αναφερόμενο σε ένα έντομο ή ζώο που τσιμπά ή δαγκώνει. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την πράξη του να προκαλείς πόνο ή ενοχλητική αίσθηση, συχνά σε σχέση με σφήκες ή μέλισσες. Είναι λιγότερο συνηθισμένο στην καθημερινή χρήση, αλλά είναι πιο γνωστό στον προφορικό λόγο.
(Η σφήκα μπορεί να τσιμπήσει αν νιώσει απειλή.)
No te acerques a la colmena, pueden aguijarte.
(Μην πλησιάσεις στη φωλιά, μπορεί να σε τσιμπήσουν.)
La reacción al aguijón puede ser grave para algunas personas.
Το "aguijar" δεν αποτελεί βασικό στοιχείο συμβατικών ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένες φράσεις.
Uso: Utilizada para referirse a algo que provoca un interés súbito.
Aguijar más que una picadura.
Uso: Se aplica en contextos emocionales, donde una palabra o acción causa un dolor mayor que lo físico.
Sentir el aguijón de la culpa.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "aculeare," που σημαίνει "να τσιμπά". Αυτή η λέξη συνδέεται με την αρχαία ελληνική λέξη "ἀγκύλη" (ankylē), που σημαίνει "τσιμπάκι".
Συνώνυμα: - Picar - Clavar
Αντώνυμα: - Aliviar (να ανακουφίσει) - Curar (να θεραπεύσει)