Το "agujerear" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "agujerear" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι: /a.ɣu.xeˈɾaɾ/
Το "agujerear" σημαίνει να δημιουργείς τρύπες ή διατρήσεις σε κάποιο αντικείμενο ή επιφάνεια. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως τόσο σε γενικές όσο και σε τεχνικές εφαρμογές, όπως η κατασκευή, η χειροτεχνία, ή σε πιο διάφορα πλαίσια όταν αναφέρεται σε τρύπες σε ένα υλικό. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Χρειάζομαι να τρυπήσω το πλαστικό για να φτιάξω μια βάση.
Ella va a agujerear la madera para instalar el estante.
Αυτή πρόκειται να τρυπήσει το ξύλο για να εγκαταστήσει το ράφι.
El plomero debe agujerear la tubería para arreglar la fuga.
Η λέξη "agujerear" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ συχνή. Ωστόσο, παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες εκφράσεις:
Μην ανησυχείς, απλά πρέπει να τρυπήσεις για να λύσεις το πρόβλημα.
Agujerear un papel para que no se olvide la cita.
Τρύπησε ένα χαρτί για να μην ξεχαστεί το ραντεβού.
A veces, hay que agujerear el silencio para comunicarse.
Η λέξη "agujerear" προέρχεται από το ουσιαστικό "agujero", το οποίο σημαίνει "τρύπα". Πρόκειται για ένα παράγωγο ρήμα που αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας τρυπών.