Η λέξη "agujero" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aɣuˈxeɾo/
Η λέξη "agujero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια τρύπα ή κενό, συνήθως σε ένα στερεό αντικείμενο ή επιφάνεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, όπως κατά την αναφορά σε τρύπες σε ρούχα, τοίχους, ή άλλες επιφάνειες. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στην καθημερινή συνομιλία.
Hay un agujero en mi camisa.
(Υπάρχει μια τρύπα στο πουκάμισό μου.)
Necesitamos arreglar el agujero en la pared.
(Πρέπει να διορθώσουμε την τρύπα στον τοίχο.)
Η λέξη "agujero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Estar en un agujero negro.
(Να βρίσκεσαι σε μια μαύρη τρύπα.)
Σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια δύσκολη ή χαοτική κατάσταση.
Sacar a alguien de un agujero.
(Να βγάλεις κάποιον από μια τρύπα.)
Σημαίνει να βοηθήσεις κάποιον να ξεφύγει από μια κακή κατάσταση.
Encontrar un agujero en el contrato.
(Να βρεις ένα κενό στο συμβόλαιο.)
Αναφέρεται στην ανακάλυψη ενός σημείου που μπορεί να εκμεταλλευτεί κάποιος.
Hacer un agujero en la montaña.
(Να κάνεις μια τρύπα στο βουνό.)
Αναφέρεται στην κατασκευή ή εξόρυξη που απαιτεί την αφαίρεση υλικών.
Η λέξη "agujero" προέρχεται από το λατινικό "āguculus", το οποίο σημαίνει "μικρή σφαίρα" ή "μικρή τρύπα".