Η λέξη "aguzar" στα Ισπανικά σημαίνει γενικά την πράξη του να κάνεις κάτι πιο δυνατό ή πιο έντονο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία οξύνσεως, είτε κυριολεκτικά (όπως η οξύνση ενός μαχαιριού) είτε μεταφορικά (όπως η οξύνση σκέψεων ή ικανοτήτων). Χρησιμοποιείται συχνά και στους προφορικούς και τους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια μικρή προτίμηση στη γραπτή χρήση.
Είναι απαραίτητο να οξύνεις το μαχαίρι πριν το χρησιμοποιήσεις.
Debemos aguzar nuestra mente para resolver este problema.
Η λέξη "aguzar" εμφανίζεται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται όταν χρειάζεται να σκεφτείς γρήγορα ή να γίνεις πιο ευρηματικός.
Aguzar el oído.
Αναφέρεται στην προσοχή που δίνεις για να ακούσεις κάτι σημαντικό.
Aguzar la vista.
Χρησιμοποιείται όταν προσανατολίζεσαι να προσέξεις πρώτα τις λεπτομέρειες γύρω σου.
Aguzar la lengua.
Η λέξη "aguzar" προέρχεται από το λατινικό "acutare", το οποίο σημαίνει "να κάνω αιχμηρό", κίνηση που συνδέεται με την έννοια της οξύνσεως ή της ενίσχυσης.