Η λέξη "ahijado" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ahijado" είναι /a.iˈxa.ðo/.
Η λέξη "ahijado" αναφέρεται συνήθως σε ένα αγόρι που αναλαμβάνει κάποια είδους πνευματική ή κοινωνική σχέση μέσω της βάφτισης. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Στην καθημερινή χρήση μπορεί να εμφανίζεται σε προφορικό και γραπτό λόγο, χωρίς να έχει συγκεκριμένη προτίμηση.
Ο νονός μου αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο.
Estoy muy orgulloso de mi ahijado, él es muy inteligente.
Στα Ισπανικά, η λέξη "ahijado" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε αριθμό ιδιωματικών εκφράσεων. Παρ' όλα αυτά, εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορεί να εκφράσουν τη στήριξη και τη σχέση που έχει κάποιος με τον νονό του:
Είμαι ο νονός του νονά μου και πάντα θα είμαι στο πλευρό του.
Mi ahijado tiene un vínculo especial conmigo.
Ο νονός μου έχει μια ειδική σύνδεση μαζί μου.
En su ceremonia, seré el ahijado favorito de la familia.
Η λέξη "ahijado" προέρχεται από το ρήμα "ahijar", που σημαίνει "να βαφτίσει" ή "να αναλάβει πνευματική καθοδήγηση".
Συνώνυμα: - Bautizado (βαφτισμένος)
Αντώνυμα: - No hay antónimos directos, ya que la palabra se refiere a una relación específica. (Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η λέξη αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη σχέση.)