Ahogado είναι επίθετο και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως ουσιαστικό.
[a.oˈɣaðo]
Η λέξη "ahogado" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που έχει πνιγεί ή που βρίσκεται σε κατάσταση δύσπνοιας. Χρησιμοποιείται τόσο για φυσικές καταστάσεις (π.χ., πνιγμός στη θάλασσα) όσο και σε μεταφορικές περιπτώσεις (π.χ., υπερβολική φόρτιση ή συναισθηματική κατάσταση).
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου αναφέρονται καταστάσεις ανησυχίας ή έντονα συναισθηματικές.
El niño fue ahogado en la piscina.
Το παιδί πνίγηκε στην πισίνα.
Se sintió ahogado por la presión del trabajo.
Ένιωσε πνιγμένος από την πίεση της δουλειάς.
Η λέξη "ahogado" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά.
Estar ahogado en un vaso de agua.
Να είσαι πνιγμένος σε ένα ποτήρι νερό.
(Να υπερβάλλεις σχετικά με μια μικρή δυσκολία.)
Ahogar las penas.
Πνίγω τις πίκρες.
(Να προσπαθείς να ξεχάσεις ή να αποδώσεις τις θλίψεις μέσω αλκοόλ ή άλλων μέσων.)
Ahogarse en un mar de problemas.
Πνίγομαι σε μια θάλασσα προβλημάτων.
(Να νιώθεις ότι είσαι κατακλυσμένος από δύσκολες καταστάσεις.)
No ahogues el grito.
Μην πνίγεις τη κραυγή.
(Να μην εκφράζεις τη δυσφορία ή την ανάγκη σου.)
Η λέξη "ahogado" προέρχεται από το ρήμα "ahogar," που σημαίνει "πνίγω." Αυτό έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "adaugare" που σημαίνει "να προσθέσω (νερό)."
Συνώνυμα: - asfixiado (ασφυκτιών) - oprimido (καταπιεσμένος)
Αντώνυμα: - libre (ελεύθερος) - ventilado (αεριζόμενος)
Η λέξη "ahogado" έχει σημαντική παρουσία στη γλώσσα και στις ιδιωματικές εκφράσεις, αναδεικνύοντας την ευρεία χρήση της για να εκφράσει τόσο κυριολεκτικές όσο και μεταφορικές καταστάσεις.