Το "ahogo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "ahogo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [aˈoɣo].
Η λέξη "ahogo" αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο δυσκολεύεται να αναπνεύσει ή χάνει την αναπνοή του λόγω υγρού ή απόφραξης στο αναπνευστικό σύστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό περιβάλλον για να περιγράψει περιπτώσεις ασφυξίας ή πνιγμού. Η συχνότητά της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε ιατρικό πλαίσιο.
(Το πνίξιμο μπορεί να προκληθεί από το νερό.)
Los síntomas del ahogo son preocupantes y requieren atención médica.
(Τα συμπτώματα της ασφυξίας είναι ανησυχητικά και απαιτούν ιατρική φροντίδα.)
El ahogo durante el ejercicio puede ser un signo de una condición médica.
Η λέξη "ahogo" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναπνοή ή την ασφυξία.
(Να νιώθεις συναισθηματική ασφυξία.)
No puedo soportar este ahogo financiero.
(Δεν μπορώ να αντέξω αυτή την οικονομική πίεση.)
El ahogo social puede afectar nuestra salud mental.
Η λέξη "ahogo" προέρχεται από το ρήμα "ahogar", το οποίο σημαίνει "πνίγω" ή "ασφυκτιά". Η ρίζα της λέξης έχει σχέση με την ιδέα της δυσκολίας στην αναπνοή ή της απώλειας ελέγχου, ειδικά σε καταστάσεις κινδύνου.
Συνώνυμα: - sofocación (ασφυξία) - asfixia (ασφυξία)
Αντώνυμα: - alivio (ανακούφιση) - tranquilidad (ηρεμία)