Η λέξη ahorcar σημαίνει "να κρεμάσω" ή "να αναστείλω", συχνά με αναφορά σε μια πράξη που οδηγεί σε θάνατο, όπως η κρεμάλα. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γενικά πλαίσια, αναφερόμενη σε ποινές ή κατάσταση που περιλαμβάνει την εκτέλεση.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις (προφορικό και γραπτό λόγο) αλλά είναι συχνότερη στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα.
Χρησιμοποιείται επίσης και στον καθημερινό λόγο, σε περιπτώσεις εκφράσεων ή μεταφορών.
Παραδείγματα προτάσεων
El criminal fue ahorcado por sus crímenes.
Ο εγκληματίας κρεμάστηκε για τα εγκλήματά του.
No podemos ahorcar la ropa en el balcón.
Δεν μπορούμε να κρεμάσουμε τα ρούχα στο μπαλκόνι.
Es una figura retórica que no se debe ahorcar.
Είναι μια ρητορική φιγούρα που δεν πρέπει να καταπιεστεί.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Ahorcarse con la propia soga.
Σημαίνει να υποστεί κανείς τις συνέπειες των πράξεών του.
Π.χ. Si no estudias, te ahorcarás con la propia soga en el examen.
(Αν δεν διαβάσεις, θα υποστείς τις συνέπειες της πράξης σου στην εξέταση.)
Ahorcar a alguien con una mentira.
Αναφέρεται στο να ξεγελάσεις κάποιον μέσω ψεύδους.
Ella siempre ahorca a sus amigos con sus mentiras.
(Αυτή πάντα ξεγελά τους φίλους της με τα ψεύδη της.)
No es bueno ahorcar las palabras.
Σημαίνει να μην κρατάς κρυφές τις σκέψεις σου.
Debemos ser honestos y no ahorcar las palabras entre nosotros.
(Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να μην κρατάμε κρυφές τις σκέψεις μας μεταξύ μας.)
Ετυμολογία της λέξης
Η λέξη ahorcar προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "ahorcar", που σχετίζεται με το λατινικό "furcare", που σημαίνει "να κρεμάω". Η ρίζα της σχετίζεται με την ιδέα της αναστολής.