ahorrador: ουσιαστικό
[a.o.ə.ˈɾa.ðоɾ]
Η λέξη "ahorrador" αναφέρεται σε ένα άτομο που εξοικονομεί χρήματα ή πόρους. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών και των χρημάτων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Στις καθημερινές συζητήσεις, χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι προσεκτικά με τα οικονομικά τους.
(Ο σωτήρας πάντα αναζητά προσφορές στο σούπερ μάρκετ.)
Ser un ahorrador puede ayudarte a alcanzar tus metas financieras.
(Το να είσαι αποθησαυριστής μπορεί να σε βοηθήσει να πετύχεις τους οικονομικούς σου στόχους.)
Un buen ahorrador sabe cuándo gastar y cuándo ahorrar.
Η λέξη "ahorrador" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά όταν συνδυάζεται με άλλες λέξεις μπορεί να σχηματίσει τυπικές εκφράσεις σχετικά με την οικονομία.
(Σωτήρας ενέργειας: Αναφέρεται σε μια συσκευή ή άτομο που προσπαθεί να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας.)
Ahorrador de tiempo: Algo que hace que realices una tarea más rápido y eficiente.
(Σωτήρας χρόνου: Κάτι που σου επιτρέπει να εκτελείς μια εργασία γρηγορότερα και αποδοτικότερα.)
Un ahorrador tenaz nunca se rinde en sus esfuerzos por gastar menos.
Η λέξη "ahorrador" προέρχεται από το ρήμα "ahorrar", που σημαίνει "να εξοικονομείς". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό "dāre" που σημαίνει "να δώσεις", έννοια που συνδέεται με την ιδέα του "μη δίνοντας" ή "παραμένοντας".
Συνώνυμα: - economizador (οικονομητής) - frugale (φρόνιμος)
Αντώνυμα: - derrochador (σπαταλητής) - gastador (ξοδευτής)