ahorrador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

ahorrador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

ahorrador: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[a.o.ə.ˈɾa.ðоɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ahorrador" αναφέρεται σε ένα άτομο που εξοικονομεί χρήματα ή πόρους. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών και των χρημάτων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Στις καθημερινές συζητήσεις, χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι προσεκτικά με τα οικονομικά τους.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ahorrador" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά όταν συνδυάζεται με άλλες λέξεις μπορεί να σχηματίσει τυπικές εκφράσεις σχετικά με την οικονομία.

Ετυμολογία

Η λέξη "ahorrador" προέρχεται από το ρήμα "ahorrar", που σημαίνει "να εξοικονομείς". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το λατινικό "dāre" που σημαίνει "να δώσεις", έννοια που συνδέεται με την ιδέα του "μη δίνοντας" ή "παραμένοντας".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - economizador (οικονομητής) - frugale (φρόνιμος)

Αντώνυμα: - derrochador (σπαταλητής) - gastador (ξοδευτής)



23-07-2024