"Ahorrar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Фωνητική μεταγραφή: [a.oˈɾaɾ]
Η λέξη "ahorrar" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "να αποταμιεύεις", "να εξοικονομήσεις".
Η λέξη "ahorrar" σημαίνει να αποταμιεύεις χρήματα ή πόρους, να εξοικονομείς κάτι ώστε να το χρησιμοποιήσεις αργότερα. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και καθημερινά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε μια κοινή πρακτική που σχετίζεται με οικονομία.
Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά συζητούν τρόπους για να εξοικονομήσουν χρήματα ή πόρους.
Es importante ahorrar para el futuro.
Είναι σημαντικό να αποταμιεύεις για το μέλλον.
Ella ahorra dinero cada mes para sus vacaciones.
Αυτή εξοικονομεί χρήματα κάθε μήνα για τις διακοπές της.
Ahorra energía apagando las luces innecesarias.
Εξοικονόμησε ενέργεια σβήνοντας τα περιττά φώτα.
Η λέξη "ahorrar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Deberías ahorrar para un día de lluvia."
Πρέπει να αποταμιεύεις για μια δύσκολη στιγμή.
Ahorrar a toda costa
"Ella ahorra a toda costa para no gastar de más."
Αυτή εξοικονομεί με κάθε κόστος για να μην ξοδέψει υπερβολικά.
No hay que ahorrar en gastos necesarios
Η λέξη "ahorrar" προέρχεται από το λατινικό "adorare", το οποίο σημαίνει "να αποταμιεύω" ή "να κρατώ".
Συνώνυμα: - Economizar (εξοικονομώ) - Guardar (φυλάω)
Αντώνυμα: - Gastar (ξοδεύω) - Malgastar (σπαταλώ)