Η λέξη "ahorro" είναι ουσιαστικό.
/həˈro/
Η λέξη "ahorro" αναφέρεται στην πράξη της εξοικονόμησης χρημάτων ή πόρων για μελλοντική χρήση. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα των οικονομικών, καθώς υποδεικνύει την ικανότητα ενός ατόμου ή ενός οργανισμού να αποταμιεύει χρήματα για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα. Στη γλώσσα των Ισπανικά, η λέξη είναι πολύ συνηθισμένη και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Συχνότητα χρήσης: Πολύ συχνή, είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο αλλά χρησιμοποιείται επίσης ευρέως και σε οικονομικά κείμενα.
"Η κατάλληλη εξοικονόμηση είναι θεμελιώδης για την χρηματοοικονομική σταθερότητα."
"Es importante tener un plan de ahorro para el futuro."
"Είναι σημαντικό να έχουμε ένα σχέδιο αποταμίευσης για το μέλλον."
"Con el ahorro que hemos acumulado, podremos ir de vacaciones."
Η λέξη "ahorro" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
"Κανείς δεν εξοικονομεί αυτό που δεν έχει."
"El ahorro es la base de un buen futuro."
"Η αποταμίευση είναι η βάση ενός καλού μέλλοντος."
"Quien ahorra hoy, disfruta mañana."
"Όποιος εξοικονομεί σήμερα, απολαμβάνει αύριο."
"Ahorra para un día de lluvia."
Η λέξη "ahorro" προέρχεται από το ρήμα "ahorrar", που σημαίνει "να εξοικονομείς" και έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "adhorrare" που σημαίνει "να συγκεντρώνεις".
Συνώνυμα: - ahorro (αποταμίευση) - economía (οικονομία)
Αντώνυμα: - gasto (δαπάνη) - despilfarro (σπατάλη)