Το "ahuecar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aweˈkaɾ/
Η λέξη "ahuecar" κυριολεκτικά σημαίνει τη διαδικασία του να αδειάζεις κάτι από το εσωτερικό του ή να σκαβείς σε ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται με την έννοια του αδειάσματος ή της εξαγωγής περιεχομένου. Αν και είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές μορφές, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί και σε προφορικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Τα παιδιά αδειάζουν μια κολοκύθα για το Halloween.
El carpintero ahuecó la madera para hacer un cajón.
Ο ξυλουργός άδειασε το ξύλο για να φτιάξει ένα συρτάρι.
Es necesario ahuecar el interior del jarrón para decorarlo.
Η λέξη "ahuecar" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρει χρήση σε φράσεις που σχετίζονται με την αφαίρεση ή την κενότητα.
Αδειάζω το σώμα για να μπω στη σπηλιά.
No hay que ahuecar el mensaje; debemos ser claros.
Η λέξη "ahuecar" προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης "a-" και του ρήματος "hueco", το οποίο σημαίνει "κενό". Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει τη διαδικασία δημιουργίας κενού ή αδειάσματος.
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια πλήρη κατανόηση της λέξης "ahuecar", συμπεριλαμβανομένης της σημασίας της, των παραδειγμάτων χρήσης της και της ετυμολογίας της.