Το "ahumado" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /a.uˈma.ðo/
Η λέξη "ahumado" αναφέρεται σε κάτι που έχει υποστεί επεξεργασία με καπνό ή που έχει αποκτήσει γεύση ή άρωμα καπνού. Χρησιμοποιείται συχνά για τρόφιμα, όπως το ψάρι ή το κρέας, που έχουν καπνιστεί. Η χρήση της είναι κοινή και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αλλά συναντάται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ειδικά στις συνομιλίες σχετικά με το φαγητό και την κουζίνα.
Ο καπνιστός σολομός είναι πολύ νόστιμος.
Me gusta añadir un toque ahumado a la salsa.
Μου αρέσει να προσθέτω μία καπνιστή γεύση στη σάλτσα.
Compré queso ahumado para la cena.
Η λέξη "ahumado" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις:
Να είσαι καπνισμένος από το πολύ κάπνισμα.
No hay nada más bueno que un whisky ahumado.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από έναν καπνιστό ουίσκι.
Le gusta el sabor ahumado en sus preparaciones.
Του αρέσει η καπνιστή γεύση στις παρασκευές του.
El cerdo ahumado es un plato tradicional en muchas culturas.
Η λέξη "ahumado" προέρχεται από το ρήμα "ahumar", που σημαίνει "καπνίζω", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "humo", δηλαδή "καπνός".
espeziado: πικάντικος (σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει παρόμοια χρήση).
Αντώνυμα:
Μέσω αυτών των πληροφοριών, η κατανόηση της λέξης "ahumado" γίνεται πιο σαφής και ευδιάκριτη, καθιστώντας την χρήσιμη για τη γλώσσα και τον πολιτισμό.