Aire είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈai̯ɾe/
Η λέξη "aire" στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως στον αέρα, δηλαδή στον αόρατο αέριο που περιβάλλει τη Γη. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να δηλώσει ένα αίσθημα ή κλίμα σε μια κατάσταση ή σε ένα χώρο. Κατέχει υψηλή συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Necesitamos aire fresco.
Χρειαζόμαστε φρέσκο αέρα.
El aire huele a flores en primavera.
Ο αέρας μυρίζει λουλούδια την άνοιξη.
Η λέξη "aire" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estar en el aire.
Βρίσκομαι στον αέρα.
(Σημαίνει ότι κάτι είναι αβέβαιο ή δεν έχει αποφασιστεί ακόμα.)
Aire de grandeza.
Αέρας μεγαλείου.
(Σημαίνει ότι κάποιος φέρεται με αλαζονεία ή υπεροχή.)
Dar aire.
Να δίνεις αέρα.
(Σημαίνει να επιτρέπεις σε κάτι να αναπνεύσει ή να αεριστεί.)
No hay aire.
Δεν υπάρχει αέρας.
(Μπορεί να σημαίνει ότι η κατάσταση είναι πίεση ή ότι κάτι είναι δύσκολο.)
Estar como pez en el agua.
Να είσαι όπως το ψάρι στο νερό. (Στο πλαίσιο "aire" μπορεί να σημαίνει ότι κάποιος είναι άνετος στο περιβάλλον του.)
Η λέξη "aire" προέρχεται από το λατινικό "aerem", το οποίο σημαίνει "αέρας".
Συνώνυμα: - atmósfera - brisa (αεράκι)
Αντώνυμα: - vacío (κενό)