Αισθητό είναι επίθετο.
/aisˈlaðo/
Η λέξη "aislado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που βρίσκεται απομακρυσμένος ή απομονωμένος από άλλους. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά μπορεί να συναντηθεί σε γραπτά κείμενα λόγω του πιο τυπικού ύφους.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. "El pueblo está aislado por las montañas."
"Το χωριό είναι απομονωμένο από τα βουνά."
"Me siento aislado en esta gran ciudad."
"Νιώθω απομονωμένος σε αυτήν την μεγάλη πόλη."
"Los investigadores trabajaron en un laboratorio aislado."
"Οι ερευνητές εργάστηκαν σε ένα απομονωμένο εργαστήριο."
Η λέξη "aislado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την αίσθηση απομόνωσης ή μοναξιάς.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
1. "Sentirse aislado del mundo."
"Νιώθω απομονωμένος από τον κόσμο."
"Vivir en un lugar aislado."
"Ζω σε ένα απομονωμένο μέρος."
"Tener pensamientos aislados."
"Έχω απομονωμένες σκέψεις."
"Estar aislado en la multitud."
"Να είσαι απομονωμένος μέσα στο πλήθος."
"Sentir el frío del aislamiento."
"Να νιώθεις το κρύο της απομόνωσης."
Η λέξη "aislado" προέρχεται από το ρήμα "aislar", που σημαίνει "να απομονώνω". Η ρίζα του "aislar" μπορεί να εντοπιστεί στο λατινικό "insulatus", που προέρχεται από το "insula", που σημαίνει "νήσος".
Συνώνυμα: - separado (χωρισμένος) - apartado (απομακρυσμένος)
Αντώνυμα: - conectado (συνδεδεμένος) - integrado (ενσωματωμένος)
Αυτή η ανασκόπηση παρέχει μια εκτενή ανάλυση της λέξης "aislado", αναδεικνύοντας την σημασία της και τις διαφορετικές χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.