aislador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aislador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "aislador" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ais.laˈðoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aislador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα υλικό ή ένα αντικείμενο που αποτρέπει τη μετάδοση θερμότητας, ηλεκτρισμού ή ήχου. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε τομείς όπως η ηλεκτρολογία, η μηχανική και η φυσική.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στην καθημερινή ομιλία όταν γίνεται αναφορά σε ηλεκτρικές και θερμικές εφαρμογές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El aislador eléctrico es fundamental en la seguridad de la instalación.
  2. Ο ηλεκτρικός μονωτής είναι θεμελιώδης για την ασφάλεια της εγκατάστασης.

  3. Necesitamos un buen aislador térmico para mantener la temperatura.

  4. Χρειαζόμαστε έναν καλό θερμικό μονωτή για να διατηρήσουμε τη θερμοκρασία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "aislador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά:

  1. "Ser un aislador social"
  2. Ελληνική μετάφραση: "Να είσαι κοινωνικός απομονωτής"
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές ή δεν συμμετέχει σε κοινωνικές δραστηριότητες.

  4. "Aislador de ideas"

  5. Ελληνική μετάφραση: "Μονωτής ιδεών"
  6. Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάποιον που αποκόβει ή απομονώνει νέες ιδέες ή προτάσεις από την ομάδα.

  7. "Usar un aislador emocional"

  8. Ελληνική μετάφραση: "Χρησιμοποιώ έναν συναισθηματικό μονωτή"
  9. Αναφέρεται στην πρακτική να κρατά κάποιος τα συναισθήματά του απομονωμένα σε αιτίες που προκαλούν πόνο ή σύγχυση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "aislador" προέρχεται από τη ρίζα "aislar", που σημαίνει "να απομονώνω", συν το επίθημα "-dor", το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν αυτόν που εκτελεί την ενέργεια του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024