Η λέξη "aislador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ais.laˈðoɾ/
Η λέξη "aislador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα υλικό ή ένα αντικείμενο που αποτρέπει τη μετάδοση θερμότητας, ηλεκτρισμού ή ήχου. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε τομείς όπως η ηλεκτρολογία, η μηχανική και η φυσική.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στην καθημερινή ομιλία όταν γίνεται αναφορά σε ηλεκτρικές και θερμικές εφαρμογές.
Ο ηλεκτρικός μονωτής είναι θεμελιώδης για την ασφάλεια της εγκατάστασης.
Necesitamos un buen aislador térmico para mantener la temperatura.
Η λέξη "aislador" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές ή δεν συμμετέχει σε κοινωνικές δραστηριότητες.
"Aislador de ideas"
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάποιον που αποκόβει ή απομονώνει νέες ιδέες ή προτάσεις από την ομάδα.
"Usar un aislador emocional"
Η λέξη "aislador" προέρχεται από τη ρίζα "aislar", που σημαίνει "να απομονώνω", συν το επίθημα "-dor", το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν αυτόν που εκτελεί την ενέργεια του ρήματος.
Separador (διαχωριστής) στην περίπτωση εφαρμογών για χώρισμα φυσικών ή ηλεκτρικών ρευμάτων.
Αντώνυμα: