Η λέξη "aislamiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα Διεθνές Φωνητικό Αλφαβητο (IPA): /ais.la.iˈmen.to/
Η λέξη "aislamiento" αναφέρεται στην κατάσταση της απομόνωσης ή της αποσύνδεσης από άλλους ή από το περιβάλλον. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην ψυχολογία, την ιατρική, τη νομική επιστήμη και άλλες επιστήμες. Στην ψυχολογία, για παράδειγμα, μπορεί να αναφέρεται στην κοινωνική απομόνωση, ενώ στην ιατρική μπορεί να σημαίνει τη διαδικασία απομόνωσης ενός ασθενούς για λόγους πρόληψης ασθενειών. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αναλόγως του περιβάλλοντος που συζητιέται.
La persona vivía en un aislamiento total.
(Το άτομο ζούσε σε πλήρη απομόνωση.)
El aislamiento social puede afectar la salud mental.
(Η κοινωνική απομόνωση μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.)
Durante la pandemia, muchas personas experimentaron aislamiento.
(Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλοί άνθρωποι βίωσαν απομόνωση.)
Η λέξη "aislamiento" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο γενικές φράσεις:
Refiriéndose a alguien que se aparta de la sociedad por propia elección.
(Αναφερόμενος σε κάποιον που αυτοαπομονώνεται από την κοινωνία.)
Aislamiento involuntario
(Ακούσια απομόνωση.)
Puede referirse a alguien que no puede salir de un lugar debido a circunstancias externas.
(Μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που δεν μπορεί να βγει από ένα μέρος λόγω εξωτερικών παραγόντων.)
El aislamiento emocional
(Συναισθηματική απομόνωση.)
Η λέξη "aislamiento" προέρχεται από το ρήμα "aislar", το οποίο έχει τις ρίζες του στα Ισπανικά και σημαίνει "να απομονώνω". Η κατάληξη "-miento" δηλώνει μια κατάσταση ή διαδικασία, επομένως το "aislamiento" αναφέρεται στην κατάσταση της απομόνωσης.
Συνώνυμα: - separación (διαχωρισμός) - soledad (μοναξιά) - exclusión (αποκλεισμός)
Αντώνυμα: - conexión (σύνδεση) - integración (ενσωμάτωση) - inclusión (ένταξη)