Η λέξη "aislante" είναι επίθετο.
/aizˈlante/
Η λέξη "aislante" αναφέρεται σε οποιοδήποτε υλικό ή στοιχεία που παρέχουν απομόνωση, είτε ηλεκτρική, θερμική ή άλλη. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της φυσικής και της ηλεκτρονικής για να δηλώσει το ρόλο της απομόνωσης ηλεκτρικών ή θερμικών κυκλωμάτων. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά κατανοητή και στον προφορικό λόγο.
El aislante permite que la electricidad no se escape. Ο μονωτής επιτρέπει στην ηλεκτρική ενέργεια να μην διαφεύγει.
En la construcción, se utilizan materiales aislantes para mejorar la eficiencia energética. Στην κατασκευή, χρησιμοποιούνται μονωτικά υλικά για να βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση.
Los cables eléctricos están recubiertos con un material aislante. Οι ηλεκτρικοί αγωγοί είναι επικαλυμμένοι με ένα μονωτικό υλικό.
Αν και η λέξη "aislante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, έχει κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Estar aislado como un aislante. Να είσαι απομονωμένος όπως ένας μονωτής.
Hacer un aislamiento adecuado. Να κάνεις μια κατάλληλη απομόνωση.
El aislamiento es clave en el diseño electrónico. Η απομόνωση είναι κλειδί στον ηλεκτρονικό σχεδιασμό.
Η λέξη "aislante" προέρχεται από το ρήμα "aislar", που σημαίνει "απομονώνω", συν το επίθημα "-ante", που δηλώνει ότι κάτι είναι σε διαδικασία ή ικανότητα να πράξει.
separador (διαχωριστής)
Αντώνυμα: