Το "aislar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /aisˈlaɾ/
Οι βασικές μεταφράσεις του "aislar" στα Ελληνικά είναι: - απομονώνω - απομονωμένος (σε συμμετοχή) - αποξενώνω (σε ορισμένες περιπτώσεις)
Η λέξη "aislar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ή την κατάσταση της απομόνωσης, είτε ανθρώπων είτε πραγμάτων. Στις νομικές, ιατρικές και τεχνικές έννοιες, μπορεί να αναφέρεται στην απομόνωση ατόμων για λόγους ασφαλείας ή υγείας, καθώς και στην απομόνωση ηλεκτρικών κυκλωμάτων. Χρησιμοποιείται συχνά και σε καθημερινές ομιλίες, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένο σε γραπτό λόγο ανάλογα με το πλαίσιο.
El médico tuvo que aislar al paciente para evitar contagios.
(Ο γιατρός έπρεπε να απομονώσει τον ασθενή για να αποτρέψει μολύνσεις.)
Es importante aislar los cables para prevenir cortocircuitos.
(Είναι σημαντικό να απομονώσετε τα καλώδια για να προληφθούν βραχυκυκλώματα.)
Η λέξη "aislar" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις που υποδηλώνουν απομόνωση και αποξένωση.
Aislarse del mundo.
(Απομονώνομαι από τον κόσμο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απομακρύνεται κοινωνικά ή ψυχικά.
Aislar una idea.
(Απομονώνω μια ιδέα.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να μιλήσει κανείς για την ανάγκη να αναλύσει ή να επικεντρωθεί σε μία μόνο ιδέα.
No hay que aislar a los niños.
(Δεν πρέπει να απομονώνουμε τα παιδιά.)
Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια.
Es difícil aislar emociones.
(Είναι δύσκολο να απομονώσουμε τα συναισθήματα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι τα συναισθήματα συχνά σχετίζονται και επηρεάζουν άλλα.
Η λέξη "aislar" προέρχεται από το ισπανικό "aislato", που σημαίνει "να απομονώνεται". Η ρίζα της μπορεί να αναζητηθεί σε παλαιότερες γλώσσες, που σχετίζονται με έννοιες απομόνωσης.
Συνώνυμα: - Separar (ξεχωρίζω) - Desconectar (αποσυνδέω)
Αντώνυμα: - Conectar (συνδέω) - Unir (ενώνω)