Επίθετο.
/ɑˈxaðo/
Η λέξη "ajado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει υποστεί φθορά, έχει κουραστεί ή έχει γίνει αδύναμος λόγω χρόνου ή κακών συνθηκών. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο και σε πιο λογοτεχνικά ή αρχαϊκά συμφραζόμενα. Στην καθημερινή ομιλία μπορεί να μην χρησιμοποιείται τόσο συχνά.
El árbol estaba ajado después de la tormenta.
Το δέντρο ήταν φθαρμένο μετά την καταιγίδα.
Su rostro ajado revelaba los años de sufrimiento.
Το φθαρμένο πρόσωπό του αποκάλυπτε τα χρόνια της ταλαιπωρίας.
El libro antiguo tenía páginas ajadas.
Το αρχαίο βιβλίο είχε φθαρμένες σελίδες.
Η λέξη "ajado" δεν ενσωματώνεται συχνά σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιγραφικές φράσεις:
La vida lo ha dejado ajado.
Η ζωή τον έχει φέρει σε κατάσταση φθοράς.
Debido al trabajo arduo, llegó ajado a casa.
Λόγω της σκληρής δουλειάς, έφτασε φθαρμένος στο σπίτι.
El tiempo ajado todo lo que toca.
Ο χρόνος φθείρει τα πάντα όσα αγγίζει.
Las circunstancias lo hicieron parecer ajado antes de tiempo.
Οι συνθήκες τον έκαναν να φαίνεται φθαρμένος πριν από την ώρα του.
Η λέξη "ajado" προέρχεται από το ρήμα "ajarse", που σημαίνει "να φθαρεί" ή "να χαλάσει". Η ρίζα της προέρχεται από το λατινικό "exādere", που σημαίνει "εκτείνομαι ή φθίνω".
Συνώνυμα: - desgastado - cansado - deteriorado
Αντώνυμα: - nuevo - fresco - revitalizado
Αυτή είναι μια αναλυτική περιγραφή της λέξης "ajado" στα Ισπανικά. Ελπίζω να βρείτε αυτές τις πληροφορίες χρήσιμες!