Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /aˈxeno/
Χρήση/Συχνότητα: Η λέξη "ajeno" χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά για να εκφράσει τον χαρακτήρα του κάτι ή κάποιου ως ξένο, αλλότριο ή αδιάφορο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. No me siento ajeno a esta situación. (Δεν νιώθω ξένος σε αυτήν την κατάσταση.) 2. Se notaba su actitud ajena durante todo el evento. (Φαινόταν η αδιαφορία του καθ' όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης.) 3. Es un sentimiento ajeno a mi experiencia. (Είναι ένα συναίσθημα άγνωστο στην εμπειρία μου.)
Ετυμολογία: Η λέξη "ajeno" προέρχεται από το λατινικό "alienus".
Συνώνυμα: extranjero, extraño, desconocido
Αντώνυμα: propio, familiar, cercano