Το "ajetrearse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [axaˈtɾeaɾse]
Η λέξη "ajetrearse" μπορεί να μεταφραστεί ως: - να ταλαιπωρείται - να είναι κουρασμένος - να έχει υπερβολική εργασία
Η λέξη "ajetrearse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την κατάσταση ενός ατόμου που είναι υπερβολικά απασχολημένο ή ταλαιπωρημένο από πολλές υποχρεώσεις ή δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και αναφέρεται σε μια ταλαιπωρημένη, κουρασμένη κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε διάφορες καταστάσεις του καθημερινού λόγου.
Me estoy ajetreando con tanto trabajo.
(Είμαι πολύ κουρασμένος από τόση δουλειά.)
Es fácil ajetrearse en estas fiestas.
(Είναι εύκολο να κουραστείς σε αυτές τις γιορτές.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "ajetrearse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
No quiero ajetrearme de nuevo este año.
(Δεν θέλω να κουραστώ ξανά φέτος.)
A veces es difícil no ajetrearse con las exigencias diarias.
(Κάποιες φορές είναι δύσκολο να μην ταλαιπωρείσαι από τις καθημερινές απαιτήσεις.)
Si sigues ajetreándote, te enfermarás.
(Αν συνεχίσεις να ταλαιπωρείσαι, θα αρρωστήσεις.)
Los trabajos de casa pueden ajetrearte mucho.
(Οι δουλειές του σπιτιού μπορούν να σε κουράσουν πολύ.)
Η λέξη "ajetrearse" προέρχεται από το ρήμα "ajetrear", το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "a-" με "jetrear", και σχετίζεται με την κατάσταση του να είναι κάποιος πολύ απασχολημένος ή κουρασμένος.
Συνώνυμα: - preocupar - agobiar - cansar
Αντώνυμα: - descansar - relajarse - tranquilizarse