Το "ajetreo" είναι ουσιαστικό.
[axeˈtɾeo]
Η λέξη "ajetreo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αναταραχής, θορύβου ή έντονης δραστηριότητας. Συχνά συνδέεται με καταστάσεις όπου υπάρχει πολλή κίνηση ή ένταση. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο, ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Hoy en la fiesta hubo mucho ajetreo.
(Σήμερα στη γιορτή υπήρξε πολύ αναταραχή.)
No me gusta el ajetreo de la ciudad.
(Δεν μου αρέσει η φασαρία της πόλης.)
Después del trabajo, siempre hay un ajetreo en el mercado.
(Μετά τη δουλειά, πάντα υπάρχει αναστάτωση στην αγορά.)
Η λέξη "ajetreo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Estar en medio del ajetreo.
(Να βρίσκεσαι στη μέση της φασαρίας.)
Αυτού του είδους η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ απασχολημένος ή περιτριγυρισμένος από δραστηριότητες.
El ajetreo diario.
(Η καθημερινή φασαρία.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καθημερινή ρουτίνα που περιλαμβάνει πολλές υποχρεώσεις και δράσεις.
Vivir en un constante ajetreo.
(Να ζεις σε συνεχόμενη αναστάτωση.)
Αυτή η φράση υποδηλώνει έναν τρόπο ζωής με μόνιμο άγχος ή πίεση.
Manejar el ajetreo.
(Να διαχειρίζεσαι την αναστάτωση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα κάποιου να αντιμετωπίζει πιέσεις και τρέξιμο.
Η λέξη προέρχεται από το ιαπωνικό "ajetreo", που σημαίνει "κίνηση ή θόρυβος", και έχει τις ρίζες της στη λατινογενή γλώσσα.